εσκιμωική

εσκιμωική
Παλαιοασιατική γλώσσα. Συνήθως ε. ονομάζονται δύο γλωσσικά ιδιώματα που ομιλούνται από τους Εσκιμώους και τους Αλεουτίους. Οι δύο αυτές γλώσσες έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Έχουν δηλαδή σχετική φωνητική ομοιομορφία στα φωνήεντα και στα σύμφωνα και πολλές ομοιότητες στη σύνθεση των συλλαβών και των λέξεων. Στη σύνταξή τους χαρακτηριστικοί είναι δύο βασικοί τύποι των απλών προτάσεων: ο ονομαστικός τύπος (με υποκείμενο σε απόλυτη πτώση) και εκείνος με κατηγόρημα άμεσα μεταβατικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοασιατικές γλώσσες — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται μία ομάδα γλωσσών (που ονομάζονται επίσης υπερβόρειες ή παλαιοσιβηρικές). Xρησιμοποιούνται στη βορειανατολική Ασία, σε εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και σε τμήμα του Ουζμπεκιστάν. Η υπαγωγή των γλωσσών αυτών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”